τερέτισμα

τερέτισμα
το, ΝΑ [τερετίζω]
1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό
2. απομίμηση τής φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού
νεοελλ.
σιγανό τραγούδι
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα
«τὰ τῆς κιθάρας κρούματα»
β) «ᾠδὴ ἀπατηλή»
2. μτφ. ήχος («τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κροῡμα νοοῡμεν», Φιλόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τερέτισμα — a humming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερέτισμα — το, ατος 1. κελάηδημα. 2. μουρμούρισμα, σιγανό τραγούδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερετισμάτων — τερέτισμα a humming neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετίσμασι — τερέτισμα a humming neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετίσμασιν — τερέτισμα a humming neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετίσματα — τερέτισμα a humming neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετίσματι — τερέτισμα a humming neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλαγή — λαλαγή, ἡ (Α) [λαλαγώ] 1. φλυαρία 2. κραυγή, τερέτισμα πτηνού ή τζίτζικα …   Dictionary of Greek

  • τερετισμός — ο, ΝΑ [τερετίζω] κελάηδημα, τερέτισμα αρχ. (για πλαγίαυλο) γοργή εναλλαγή δύο συνεχών φθόγγων, τρίλια …   Dictionary of Greek

  • τζίτζικας — Oνομασία ομόπτερων εντόμων του γένους τέττιξ, που περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη. Πολύ κοινός στην Ελλάδα είναι ο τέττιξ ο πληβείος (cicada plebeja), μήκους περίπου 40 χλστ., μαύρου χρώματος, στικτού με κίτρινο και καλυμμένος με άσπρο χνούδι ζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”